- ἐλάσεως
- ἐλάσεω̆ς , ἔλασιςdriving awayfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελάτης — ο (AM ἐλάτης) νεοελλ. στρατιώτης τού πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο τού ζεύγους ελάσεως μσν. 1. (για πουλί) φτερούγα 2. κλαδί δέντρου αρχ. 1. ελατήρ 2. ως επίθετο τού Ποσειδώνος στην Αθήνα … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek